κηδεμονικόν

κηδεμονικόν
κηδεμονικός
provident
masc acc sg
κηδεμονικός
provident
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κηδεμονικός — ή, ό (ΑΜ κηδεμονικός, ή, όν) [κηδεμών] αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία αρχ. 1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν η κηδεμονία. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ՀՈԳԱԲԱՐՁԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0110 Chronological Sequence: 8c Տ. ՀՈԳԱԲԱՐՁՈՒԹԻՒՆ. τὸ κηδεμονικόν. Դիոն. երկն. ՟Թ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”